- λάψ
- λάψ, Adv. ([dialect] Tarent.), sine expl., Hdn.Gr.1.404, al. [full] λάψα· γογγυλίς ([place name] Pergaean), Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λάψ — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ВЕТРЫ — • Venti. I. В физическом отношении. В., подразделявшиеся на морские и береговые (τροπαι̃οι, altani ab alto и α̉πόγειοι, apogei), по силе своей бывают или обыкновенные В., άνεμοι, venti, или бури, χειμω̃νες, θύελλαι, procellae, и… … Реальный словарь классических древностей
λαίλαπα — Ισχυρός άνεμος που αρχίζει και σταματά απότομα, αφού πνεύσει για σχετικά μικρό χρονικό διάστημα. Συνήθως η απότομη αύξηση της δύναμης του ανέμου συνοδεύεται και από απότομη αλλαγή της διεύθυνσής του περίπου κατά 90° προς τα δεξιά στο βόρειο… … Dictionary of Greek